- ἔνδυμα
- -ατος + τό N 3 0-3-2-6-3=14 2 Sm 1,24; 20,8; 2 Kgs 10,22; Is 63,2; Zph 1,8garment
Lust (λαγνεία). 2014.
Lust (λαγνεία). 2014.
ἔνδυμα — garment neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ένδυμα — το (AM ἔνδυμα) 1. φόρεμα για την κάλυψη τού σώματος «ἔνδυμα γάμου» 2. περίβλημα συσκευής μσν. νεοελλ. τα απαραίτητα ηθικά προσόντα για να εισέλθει κανείς στη βασιλεία τών ουρανών νεοελλ. άδεια εισόδου … Dictionary of Greek
ένδυμα — το, ατος 1. ό,τι χρησιμεύει για κάλυψη του σώματος, φόρεμα, ρούχο. 2. όλη η ενδυμασία: Επίσημο ένδυμα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
καφτάνι — Ένδυμα των ανατολικών λαών, μακρύ και φαρδύ, πλούσια διακοσμημένο και ντυμένο με γούνα. Οι σουλτάνοι της Τουρκίας χάριζαν κ. στους βεζίρηδες ή στους μεγιστάνες σε έκτακτες ευκαιρίες ή για τιμητική διάκριση, όπως σήμερα απονέμονται τα παράσημα.… … Dictionary of Greek
τοὔνδυμα — ἔνδυμα , ἔνδυμα garment neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἔνδυμ' — ἔνδυμα , ἔνδυμα garment neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κιλίκιο — Ένδυμα από χοντρό ύφασμα, φτιαγμένο από τρίχες καμήλας ή κατσίκας. Το φορούσαν κατάσαρκα οι Εβραίοι προφήτες και ιεροκήρυκες ως ένδειξη μετάνοιας. Αντίθετα, οι Ρωμαίοι χρησιμοποιούσαν αυτό το ύφασμα για στρατιωτικές ανάγκες και έφτιαχναν… … Dictionary of Greek
ἐνδυμάτων — ἔνδυμα garment neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐνδύμασι — ἔνδυμα garment neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐνδύμασιν — ἔνδυμα garment neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐνδύματα — ἔνδυμα garment neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)